- Αφρική
- Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας.
Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές, τόσο ως προς τη γεωμορφολογική διάρθρωση και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κλίματος και της χλωρίδας, όσο και ως προς την ιστορική και πολιτιστική ανάπτυξη.
Από φυσική άποψη η Α. συνδέεται με το υπόλοιπο τμήμα της Αρχαίας Ηπείρου μέσω της διώρυγας του Σουέζ, που τη συνδέει άμεσα με την Ασία, από την οποία τη χωρίζουν η Ερυθρά θάλασσα και ο Κόλπος του Άντεν. Οι δυο αυτές θαλάσσιες λεκάνες συνδέονται μεταξύ τους μέσω του Μπαμπ ελ Μάντεμπ (Πύλη των Δακρύων), που έχει πλάτος κάτι περισσότερο από 70 χλμ. Η Ευρώπη και η Α. χωρίζονται από τη Μεσόγειο, η οποία όμως στενεύει στο κανάλι της Σικελίας (150 χλμ.) και τείνει να κλείσει στο δυτικό άκρο της, στο στενό του Γιβραλτάρ, όπου η απόσταση ανάμεσα στην Α. και στην Ευρώπη είναι περίπου 14 χλμ. Στα Δ η Α. βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Α από τον Ινδικό ωκεανό. Εκτείνεται σε γεωγραφικό μήκος περίπου 69°, μεταξύ του ακρωτηρίου Χαφούν (51° 23’ Α) στη Σομαλία και του Πράσινου ακρωτηρίου (17° 33’ Δ) στη Σενεγάλη, και σε γεωγραφικό πλάτος πάνω από 72°, μεταξύ του Λευκού Ακρωτηρίου (37° 21’ Β) στην Τυνησία και του ακρωτηρίου Αγκούλιας (34° 52’ Ν) στη Νότια Αφρική.
Μορφολογία. Αντίθετα από την Ασία και την Ευρώπη, η Α. παρουσιάζει δομή εξαιρετικά συμπαγή και μορφολογία πολύ απλή. Εύκολα διακρίνεται η μορφή της σε μεγάλα, σχεδόν ξεχωριστά, τεμάχια. Η Α. παρουσιάζει λίγες αξιόλογες προεξέχουσες χερσονήσους (Σομαλία, Τυνησία), ακτές ευθύγραμμες, ακατάλληλες για λιμάνια, απέραντους ευρείς κόλπους και έναν σχετικά περιορισμένο αριθμό νησιών, τοποθετημένα περιμετρικά, τα οποία εκτός από τη Μαδαγασκάρη αντιπροσωπεύουν το 1% της συνολικής επιφάνειας της αφρικανικής ηπείρου.
Τα κυριότερα νησιά, μετά τη Μαδαγασκάρη, είναι οι Αζόρες, η Μαδέρα, τα Κανάρια, τα Νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, η Αγία Ελένη και η ηφαιστειογενής σειρά των Φερνάντο Πόο, Πρίνσιπε, Σάο Τομέ (Άγιος Θωμάς) και Ανομπόν, που βρίσκονται στον Ατλαντικό. Τα νησιά Ντάλακ, Σοκότρα, Ζανζιβάρη, Πέμπα, Μαφία, Αμιράντε, Σεϋχέλλες, Κομόρες και Μασκαρένιας βρίσκονται στον Ινδικό ωκεανό.
Στην απλότητα της γενικής διαμόρφωσης συνηγορεί και η ομοιομορφία του τοπίου. Η Α. είναι ήπειρος κυρίως επίπεδη που διακόπτεται μόνο από την τριτογενή οροσειρά του Άτλαντα στα ΒΔ, από την ερκύνια ευθύγραμμη οροσειρά της περιοχής του Ακρωτηρίου στα N και από την πολύπλοκη ανατολική ζώνη, που ονομάζεται γενικά Rift Valley (Κοιλάδα του Ρήγματος). Οι κινήσεις που συνέβαλαν στον σχηματισμό της Κοιλάδας του Ρήγματος είναι η κυριότερη αιτία του έντονου κατακερματισμού της περιοχής αυτής και της εκτεταμένης εμφάνισης των ηφαιστείων του αιθιοπικού υψιπέδου, όπως ακόμα και της γένεσης των ηφαιστειακής επίσης προέλευσης υψηλών ανάγλυφων της Α., όπου είναι το Κιλιμάντζαρο (κορυφή Κίμπο, 5.895 μ.) και η Κένυα.
Αλλού η Α. εμφανίζει πινακοειδή δομή, που σε αυτή βάσισαν τη θεωρία της κοινής της προέλευσης με τα υψίπεδα της Βραζιλίας, τη χερσόνησο της Αραβίας, το Ντεκάν και την Αυστραλία, καθώς και το ότι σχημάτιζε μαζί τους την ήπειρο της Γκοντβάνα, σε περασμένες γεωλογικές εποχές.
Πάνω στο αρχικό προκαμβρικό υπόβαθρο αποτέθηκαν ιζήματα παλαιοζωικά και μεσοζωικά, ηπειρωτικής περισσότερο προέλευσης. Στην απογύμνωση αυτών των σχεδόν οριζόντιας διάταξης ιζημάτων από τους ατμοσφαιρικούς παράγοντες οφείλεται το σημερινό ανάγλυφο της Α. Οι σχηματισμοί αυτοί εμφανίζονται διακεκομμένοι από απότομα πρανή και βαθιές διαβρώσεις, που δημιουργούν μεγάλη ποικιλία μορφών.
Βασικό χαρακτηριστικό της μορφολογίας της Α. είναι η κοίλη διάταξη των ιζηματογενών πετρωμάτων που είναι αιτία σχηματισμού ευρύτατων λεκανών, όπως του μέσου Νίγηρα, της Τσαντ, του άνω ρου του Νείλου, του Κονγκό, του άνω Ζαμβέζη και της Μποτσουάνα, οι οποίες παρουσιάζονται καμπυλόγραμμες, δηλαδή βαθύτερες στο μέσο και ανυψωμένες στα άκρα τους. Σε αυτό οφείλεται η αρροϊκή ή ενδορροϊκή τάση πολλών αφρικανικών υδάτινων ρευμάτων, μερικά από τα οποία κατορθώνουν ωστόσο να προκαλούν ρήγματα στις υψωμένες άκρες των λεκανών, κατεβαίνοντας προς τις κοιλάδες με καταρράκτες που παρεμποδίζουν τη ναυσιπλοΐα.
Υδρογραφία. Η μορφολογική συγκρότηση της Α. και ο όγκος των βροχοπτώσεων χαρακτηρίζουν την υδρογραφία της μεγάλης αυτής ηπείρου. Αν εξαιρεθούν οι ποταμοί που πηγάζουν από τις περιφερικές κατωφέρειες των υψιπέδων του εσωτερικού και κατεβαίνουν στη θάλασσα με μια διαδρομή σχεδόν πάντοτε σχετικά σύντομη, όλοι οι άλλοι αφρικανικοί ποταμοί είναι τυπικά υδάτινα ρεύματα υψιπέδου, αργοί, φτωχοί σε αποθέσεις και συχνά μεγάλου μήκους, μεγαλοπρεπείς και επιβλητικοί. Το ότι παρουσιάζουν μεγάλα βυθίσματα με ψηλές εξωτερικές όχθες εμποδίζει πολλούς ποταμούς να εκβάλλουν στη θάλασσα· γι’ αυτό κυλούν αργά και λιγοστεύουν σιγά-σιγά από τη μεγάλη εξάτμιση έως ότου ξεραθούν εντελώς ή καταλήγουν στις λιμναίες λεκάνες του εσωτερικού, οι οποίες δεν έχουν διέξοδο προς τη θάλασσα, όπως η Τσαντ (όπου χύνονται ο Κομαντούγκου, ο Σάρι και ο Λογκόνε), η λίμνη Τουρκάνα ή Ροδόλφου (που δέχεται τα νερά του ποταμού Όμο), η λίμνη Νγκάμι, όπου εκβάλλει ο ποταμός Οκαβάνγκο (ή Κουμπάνγκο). Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον το 1/3 της συνολικής επιφάνειας της Α. δεν έχει διέξοδο στη θάλασσα.
Τα ανατολικά υψίπεδα είναι η αιτία που οι μεγαλύτεροι ποταμοί εκβάλλουν στον Ατλαντικό ωκεανό ή στη Μεσόγειο, όπου συρρέουν τα νερά από ευρύτατες περιοχές με έκταση 10.540.000 και 4.350.000 τ. χλμ. αντίστοιχα· στον Ινδικό ωκεανό εκβάλλουν τα νερά μιας επιφάνειας 5.400.000 τ. χλμ. Οι μεγαλύτεροι ποταμοί της Α. ακολουθούν ελικοειδή πορεία, επειδή πρέπει να διασχίσουν μερικά από τα παραπάνω λεκανοπέδια, όπου τείνουν να αποξηρανθούν. Είναι η περίπτωση του Νείλου, του μακρύτερου ποταμού του κόσμου, που διασχίζει μερικές από τις μεγαλύτερες λίμνες και που ίσως δεν θα μπορούσε να φτάσει στη Μεσόγειο, αν δεν τον τροφοδοτούσαν οι δεξιοί παραπόταμοί του που προέρχονται από το αιθιοπικό υψίπεδο· είναι επίσης και η περίπτωση του Νίγηρα, ο οποίος μολονότι τείνει να διασκορπιστεί σε διάφορους παραπόταμους στο άνυδρο Σουδάν, κατορθώνει να υπερνικήσει τα μορφολογικά και κλιματολογικά εμπόδια και να φτάσει τέλος στον Κόλπο της Γουινέας· το ίδιο συμβαίνει και με τον Οράγκη, που μολονότι πηγάζει από τα Όρη Δρακόντων, έχει τέτοιες απώλειες με την εξάτμιση, ώστε φτάνει στον Ατλαντικό με σχετικά μέτρια ποσότητα νερού. Οι άλλοι μεγάλοι ποταμοί της δυτικής πλευράς είναι ο Σενεγάλης, ο Γκάμπια, ο Βόλτα και ο Κονγκό· σε αυτόν συμβάλλουν τα νερά ενός λεκανοπεδίου που έχει άφθονες βροχές σε κάθε εποχή.
Στον Ινδικό ωκεανό εκβάλλουν δύο μεγάλοι ποταμοί ο Ζαμβέζης και ο Λιμπόμπο.
Οι πιο εκτεταμένες αρροϊκές ζώνες αντιπροσωπεύονται από τις έρημους της Σαχάρας και του Καλαχάρι, όπου η ύπαρξη των ουιντιάν με τις βαθιές κοίτες αποδίδεται στην παρουσία ενός πολύπλοκου δικτύου ποταμών σε περασμένες γεωλογικές εποχές, που οφείλονταν σε πολύ υγρές κλιματολογικές συνθήκες.
Η πιο μεγάλη λίμνη είναι της Βικτορίας, που τροφοδοτεί τον Νείλο, τυπική λίμνη υψιπέδου, σχηματισμένη μέσα σε ένα βύθισμα ιζηματογενών στρωμάτων σχεδόν οριζόντιων. Οι άλλες μεγάλες λιμναίες λεκάνες, όπως της Τανγκανίκα, της Νιάσα, της Τουρκάνα (Ροδόλφου), της Κίβου και του Αλβέρτου, σχηματίστηκαν μέσα σε ορισμένες τεκτονικές τάφρους της ανατολικής Α. και έχουν συνήθως επίμηκες σχήμα και όχθες όχι πολύ ανώμαλες. Μένει ακόμα να αναφερθούν οι τεχνητές λίμνες του Καρίμπα στον ποταμό Ζαμβέζη, του Ασουάν στον Νείλο, και άλλες στον Βόλτα, στον Νίγηρα και στον Κυανού Νείλο που κατασκευάστηκαν μετά το 1960.
Κλίμα. Η αστρονομική θέση της Α. μαζί με τη συμπαγή μορφή της, που καθορίζει τον υπερβολικά ηπειρωτικό χαρακτήρα της, κάνει το τμήμα αυτό της υδρογείου κυρίως τροπική περιοχή· τα 2/3 της επιφάνειάς της βρίσκονται ανάμεσα στους τροπικούς και το υπόλοιπο δεν είναι τόσο μακριά ώστε να μη δέχεται άμεσα τις επιδράσεις τους. Το συμπαγές εξάλλου του ηπειρωτικού όγκου της και η σχεδόν ισόμετρη ανάπτυξή της από τον ισημερινό, από την άποψη του γεωγραφικού πλάτους, είναι η αιτία μιας έντονης ομοιότητας των κλιματολογικών συνθηκών στις αντίστοιχες περιφέρειες των ημισφαιρίων (βόρειου και νότιου), με παραλλαγές που οφείλονται στη μεγαλύτερη ηπειρωτική ανάπτυξη του βόρειου τμήματος και στην υπεροχή των υψιπέδων, τα οποία μετριάζουν τις κλιματολογικές ακρότητες στην ανατολική περιοχή και στο μεσημβρινό άκρο. Ο ήλιος, με την ορατή κίνησή του ανάμεσα στους δύο τροπικούς, με τα δύο περάσματα πάνω από τον ισημερινό, καθορίζει τόσο τις θερμοκρασίες όσο και τις βροχοπτώσεις μεγάλου μέρους της Α., προκαλώντας την περιοδική μετατόπιση των κυκλωνικών και αντικυκλωνικών περιοχών. Η συνέπεια είναι ότι η ζώνη του ισημερινού, που καθορίζεται από τα δύο ορατά περάσματα του ήλιου στο ζενίθ, είναι ιδιαίτερα πλούσια σε βροχοπτώσεις, κυρίως στις δύο ενδιάμεσες εποχές, ενώ στις τροπικές ζώνες εμφανίζεται ένα ανώτατο όριο βροχοπτώσεων κατά τη θερινή περίοδο, βορινή και μεσημβρινή αντίστοιχα, και ένα ελάχιστο, συχνά υπερβολικά έντονο, στη χειμερινή περίοδο, όταν ακριβώς προκαλούνται σε αυτές τις περιοχές ζώνες αντικυκλώνων, που δημιουργούν μακρές περιόδους ξηρασίας.
Οι θερμοκρασίες είναι ψηλές σχεδόν παντού, εκτός από τις ψηλότερες περιοχές της Ανατολής και του Νότου, και ειδικά στα παράλια της Μεσογείου και στο νότιο άκρο, που έχουν κλίμα σχετικά ήπιο, μεσογειακού τύπου, με καλοκαίρια ξηρά και όχι πάρα πολύ ζεστά και ήπιους χειμώνες με μέτριες βροχοπτώσεις. Η περιοχή του ισημερινού, που αντιστοιχεί στο λεκανοπέδιο του Κονγκό και στη βόρεια Γουινέα, έχει άφθονες και περίπου κανονικές βροχές. Για τον λόγο αυτό αναπτύσσονται τα τροπικά δάση και συνεπώς, εξαιτίας της μεγάλης και σταθερής υγρασίας, ελαττώνεται αισθητά η θερμοκρασία ανάλογα με την αστρονομική θέση της περιοχής. Όσο προχωρούμε προς τους τροπικούς εμφανίζονται, σε κλίμακα ολοένα μεγαλύτερη, καλοκαίρια πολύ ζεστά και σχετικά υγρά και χειμώνες δροσεροί και στεγνοί, αν και όχι απόλυτα ξηροί, όπως γίνεται στη Σαχάρα, τη μεγαλύτερη αφρικανική έρημο, όπου η ξηρασία επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο από τον έντονο ηπειρωτικό χαρακτήρα της περιοχής. Η βλάστηση, όπως θα δούμε, αντιστοιχεί πλήρως προς τους κλιματικούς αυτούς όρους με βαθμιαία μετάβαση, προχωρώντας από τον ισημερινό είτε στα Β είτε στα Ν, από το τροπικό δάσος στη σαβάνα, τη στέπα, τη στέπα της ερήμου και την καθαυτό έρημο, που τη διαδέχονται και πάλι εκτάσεις στέπας και τέλος περιοχές με βλάστηση τυπικά μεσογειακή.
Χλωρίδα. Σε στενή συνάρτηση με τις κλιματικές ζώνες, βρίσκονται η αυτοφυής βλάστηση και οι καλλιέργειες. Στις βόρειες, στις μεσογειακές και στις ατλαντικές περιοχές, καθώς και στο νοτιοαφρικανικό τμήμα υπάρχουν είδη φυτών χαρακτηριστικά των μέτριων θερμών περιοχών, πολύ παραπλήσια με όσα υπάρχουν στη μεσογειακή Ευρώπη. Καλλιεργούνται στις ζώνες αυτές σιτάρι, ρύζι, λαχανικά καθώς και βαμβάκι, καλλιεργούμενο και αυτοφυές. Ευδοκιμούν τα κωνοφόρα δέντρα, οι βελανιδιές, τα εσπεριδοειδή, τα αμπέλια, οι ελιές και οι φοίνικες, καλλιέργειες που τις συναντούμε όλες, μαζί με τον καφέ και τον καπνό, ακόμα και στο εσωτερικό ζωνών περισσότερο θερμών, εκεί όπου το ύψος δημιουργεί ηπιότερο κλίμα. Οι άνυδρες ζώνες καταλαμβάνονται κυρίως από τις έρημους της Σαχάρας και του Καλαχάρι, στις οποίες ξεχωρίζουν εδώ κι εκεί οάσεις, όπου υπόγειες φλέβες νερού αναβλύζουν στην επιφάνεια ή ρέουν σε ελάχιστο βάθος. Εδώ, σε καθαρή αντίθεση με το γύρω της ερήμου τοπίο, απλώνουν τα φυλλώματά τους οι χουρμαδιές, που στη σκιά τους καλλιεργούνται δημητριακά και κηπευτικά. Οι υποτροπικές περιοχές χαρακτηρίζονται από την παρουσία στεπών με ποώδη βλάστηση και σαβάνες, με πλούσια πανίδα όπου ανάμεσα σε χόρτα που συχνά έχουν ύψος πάνω από 2 μ. υψώνονται γιγαντιαία δέντρα, όπως το μπαομπάμπ, η συκομουριά, το αρτόδεντρο· κοντά στους κυριότερους ποταμούς απλώνονται τα πυκνά δάση-γαλαρίες, που ονομάζονται έτσι γιατί οι κλάδοι των δέντρων ενώνονται συχνά και σχηματίζουν αψίδα πάνω από τους ποταμούς, που τρέχουν μέσα στην πράσινη σήραγγα των φυλλωμάτων. Τέλος, στη ζώνη του ισημερινού, υπάρχει η οργιώδης βλάστηση των σχεδόν αδιάβατων τροπικών δασών. Τα δάση αυτά κρύβουν άπειρα πλούτη, αλλά είναι σχεδόν αδύνατη η προσπέλαση και η πλήρης αξιοποίησή τους· αρκεί να σκεφτούμε όλα τα περιζήτητα είδη που ευδοκιμούν εκεί, όπως το τικ, το παλίσανδρο, ο έβενος και το μαόνι, τα οποία δίνουν πολύτιμη ξυλεία για κατεργασία. Χαρακτηριστικές καλλιέργειες αυτής της ζώνης είναι, μεταξύ άλλων, το ζαχαροκάλαμο, το ελαστικό κόμμι, το κακάο και η μπανάνα, που καλλιεργούνται συχνά σε μεγάλες φυτείες και με σύγχρονες μεθόδους.
Πανίδα. Εξαιτίας του κλίματος, που παρουσιάζει σε ευρύτατες ζώνες της Α. μια ξεχωριστή, μόνιμη ξηρότητα ή άφθονες βροχοπτώσεις, η βλάστηση αναπτύσσεται πολύ διαφορετικά στις δύο πλησιέστερες ζώνες προς τις τροπικές περιοχές και στην περιοχή του ισημερινού η σύνθεση αυτή της χλωρίδας ασκεί ισχυρή επίδραση πάνω στην ποιοτική και ποσοτική κατανομή της αφρικανικής πανίδας.
Στις πλησιέστερες προς τη Μεσόγειο περιοχές, εκτός από τα χαρακτηριστικά ζώα της μεσημβρινής Ευρώπης, ζουν τσακάλια, ύαινες, γύπες και χαμαιλέοντες. Στα Β του 12ου παραλλήλου και στη Σομαλία ζουν ως κατοικίδια ζώα το ζαρκάδι και η καμήλα, που χρησιμοποιούνται πάρα πολύ για τις μεταφορές στις έρημους, και σε όλες τις ξηρές, άνυδρες ζώνες ζει η στρουθοκάμηλος. Στις στέπες και στις σαβάνες, που είναι πλούσιες σε χορτάρι, ευδοκιμούν αντιλόπες, ζαρκάδια, καμηλοπαρδάλεις, ελέφαντες και άλλα φυτοφάγα, που στις εποχικές τους αποδημίες σε αναζήτηση τροφής, τα ακολουθούν και τα παγιδεύουν διάφορα σαρκοφάγα, όπως τα λιοντάρια, οι λεοπαρδάλεις και οι αγριόγατοι. Αντίθετα, τα παρθένα δάση, με το αδιαπέραστο που σχηματίζουν τα κλαδιά των θεόρατων δέντρων τους και την πυκνή λόχμη τους, εμποδίζουν στα μεγάλα ζώα την εύκολη μετακίνηση και γι’ αυτό τον λόγο στις περιφέρειες αυτές η πανίδα αποτελείται κατά κύριο λόγο από πουλιά, φίδια, έντομα και προπάντων από πιθήκους, δηλαδή από ζώα μικρόσωμα ή προσαρμοσμένα να ζουν πάνω στα δέντρα, όπου βρίσκουν την τροφή τους.
Μολονότι από γεωγραφική άποψη ανήκει στην Α., η Μαδαγασκάρη έχει την ιδιαίτερη πανίδα της, που για λόγους όχι καλά αποσαφηνισμένους ακόμα και σήμερα, διαφέρει σημαντικά από την πανίδα της ηπειρωτικής Α. Υπάρχουν αποκλειστικά στο μεγάλο αυτό νησί περίπου 35 είδη λεμουριών, δηλαδή τα μισά και περισσότερα από όσα είναι γνωστά στον κόσμο. Στη Μαδαγασκάρη υπάρχουν επίσης ορισμένα είδη τρωκτικών, εντομοβόρων και πτηνών, που δεν βρίσκονται αλλού· τα σαρκοφάγα ζώα αντιπροσωπεύονται εκεί από μια δεκάδα μόνο διαφόρων βιβεριδών.
Ανθρωπογεωγραφία. Με πληθυσμό 805.236.000 κατ. (2000), που κατανέμεται σε 30.365.720 τ. χλμ., η Α. παρουσιάζει μια πυκνότητα 26 κατοίκων ανά τ. χλμ., πολύ χαμηλή σε σύγκριση με την πυκνότητα της Ευρώπης και της Ασίας, ελαφρά ψηλότερη όμως από της Νότιας Αμερικής και πολύ μεγαλύτερη από της Αυστραλίας, των περιοχών δηλαδή όπου ο αποικισμός έγινε πρόσφατα ή πολύ πρόσφατα. Η πυκνότητα όμως τείνει σταθερά να αυξάνεται με γοργότατο ρυθμό, παράλληλα προς την οικονομική ανάπτυξη που σημειώνεται σε αυτή τη μεγάλη ήπειρο. Αλλά η σημερινή δημογραφική επέκταση, αντί να τις ελαττώσει, τείνει να αυξήσει τις ανισότητες της κατανομής του πληθυσμού, που στο παρελθόν είχε την αιτία της στις επικρατούσες μορφές της οικονομίας (γεωργία ειδών διατροφής και κτηνοτροφία)· σε τελευταία ανάλυση ήταν οι κλιματολογικοί παράγοντες, ιδιαίτερα τα μεγαλύτερα ή μικρότερα αποθέματα νερού ή η έλλειψη του πολύτιμου αυτού στοιχείου, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην κατανομή της πυκνότητας των κατοίκων. Η ουσιαστική κατάσταση δεν έχει βασικά αλλάξει, παρά το γεγονός ότι η διάδοση των μηχανών και συστημάτων καλλιέργειας περισσότερο ορθολογιστικών, η άρδευση μεγάλων εκτάσεων και η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου έχουν αισθητά διευρύνει την κατοικήσιμη επιφάνεια. Οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές, με περισσότερους από 200 κατ. ανά τ. χλμ., είναι εκείνη που περιλαμβάνει την κοιλάδα από το Δέλτα του Νείλου. Μία άλλη περιοχή με ψηλή πυκνότητα η παραλιακή ζώνη της βόρειας Γουινέας, με προεκτάσεις στο δυτικό Σουδάν και τη νότια Νιγηρία, και ακόμα περισσότερο η περιοχή των υψιπέδων της ανατολικής Α., που προσφέρεται ιδιαίτερα στην κτηνοτροφία. Μέσα στα τέσσερα αυτά ζωτικά και ακμαία σημεία όμως ανοίγεται ένα μεγάλο δημογραφικό κενό (2 κάτ. ανά τ. χλμ.), το οποίο αντιπροσωπεύει η έρημος της Σαχάρας, όπου η μετάβαση γίνεται κάποτε βαθμιαία, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις εντελώς απότομα.
Στο νότιο ημισφαίριο οι πυκνότερα κατοικημένες περιφέρειες είναι το κάτω λεκανοπέδιο του Κονγκό, η περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, η άμεση προέκταση του αιθιοπικού υψιπέδου, η παραλιακή ζώνη της Τανζανίας και της Μοζαμβίκης, η κάτω κοιλάδα του Ζαμβέζη και το νοτιοανατολικό τμήμα της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας. Η Αγκόλα και ειδικά όλο το νοτιοδυτικό τμήμα της Α., που περιλαμβάνει την Μποτσουάνα, τη Ναμίμπια και τμήμα της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, κατοικούνται πολύ λίγο και ευρύτατες περιοχές είναι εντελώς ακατοίκητες.
Αν εξετάσουμε την Α. από ανθρωπολογική άποψη, διαπιστώνουμε αμέσως μια πρώτη βασική διαίρεση του πληθυσμού σε δύο μεγάλες ομάδες, που αποτελούνται από ευρωποειδείς και από νεγροειδείς, που ζουν αντίστοιχα στα Β και στα Ν της Σαχάρας. Ούτε οι πρώτοι ούτε οι δεύτεροι αποτελούν μια ομοιογενή φυλετική ενότητα· αντίθετα, είναι κάπως δύσκολο να ξεχωρίσουμε με ακρίβεια τις διάφορες ομάδες, σε σημείο που οι μελετητές είναι ακόμα πολύ αβέβαιοι και συχνά διαφωνούν μεταξύ τους, ακόμα και στους κύριους ορισμούς και κατατάξεις. Από τους νεγροειδείς, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν άθροισμα διαφορετικών φυλών που έχουν όμως κοινά ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τυπικά στις μαύρες φυλές, ξεχωρίζουν σαφώς οι Οτεντότοι και οι Βουσμανοί, που ζουν στις ερημικές και μισοερημικές περιοχές της Μποτσουάνα και της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας· ξεχωρίζουν επίσης οι Πυγμαίοι του τροπικού δάσους, πρωτόγονες εθνικές ομάδες και πολιτιστικά πιο ανεξέλικτες, απωθημένες στο περιθώριο της οικουμένης από την ιστορική προοδευτική εξάπλωση περισσότερο ανεπτυγμένων φυλών. Πρέπει ακόμα να αναφερθούν ιδιαίτερα οι Αιθίοπες, που εμφανίζουν μια αρχαιότατη διασταύρωση με φυλετική ομάδα λευκής καταγωγής, που προέρχεται πιθανώς από την Αραβία, και οι Μαλγάσοι, που αποκαλύπτουν ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά τυπικά της νοτιοανατολικής Ασίας. Σε νεότερες εποχές έχουν εγκατασταθεί στην Α. πολυάριθμοι λευκοί Ευρωπαίοι, ειδικά στις περισσότερο προνομιούχες από άποψη κλίματος περιφέρειες των ανατολικών υψιπέδων και της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, καθώς και πολυάριθμες αποικίες Ινδών, ιδίως στις παράλιες περιοχές του Ινδικού ωκεανού.
Οικονομία. Οι κλιματολογικές και δημογραφικές διαφορές, που έχουμε ήδη αναφέρει, αντικατοπτρίζονται άμεσα και στην οικονομία της Α, που βρίσκεται σήμερα σε μια κρίσιμη φάση της ιστορικής ανάπτυξής της. Η Α. είναι μία από τις πλουσιότερες σε πλουτοπαραγωγικές πηγές ηπείρους. Αρκεί να σκεφτούμε ότι το υδροηλεκτρικό δυναμικό της αποτελεί το 40% του παγκόσμιου, για να κατανοήσουμε τη σημασία που θ’ αποκτήσει η αφρικανική ήπειρος σε ένα όχι πολύ μακρινό μέλλον. Μεταξύ των άλλων ενεργειακών πηγών, το πετρέλαιο και το μεθάνιο αρχίζουν να διαδραματίζουν επίσης έναν ρόλο διαρκώς σπουδαιότερο, χάρη στα κοιτάσματα της Αλγερίας, της Λιβύης και της Νιγηρίας. Υπάρχει, αντίθετα, έλλειψη άνθρακα, ο οποίος όμως χάνει προοδευτικά την αξία του μεταξύ των ενεργειακών πηγών. Η Α. είναι ιδίως πλούσια σε διαμάντια και χρυσό, που εξορύσσονται κυρίως από τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία –απ’ όπου προέρχεται επίσης και ένα σημαντικό μέρος της αφρικανικής πλατίνας- στη Ναμίμπια και στην Γκάνα. Αλλά και για το κοβάλτιο, που εξορύσσεται κυρίως στη Δημοκρατία του Κονγκό, στη Ζάμπια και στο Μαρόκο, καθώς και για το χρώμιο, που προέρχεται κατά κύριο λόγο από τα κοιτάσματα της Νοτιοαφρικανικής δημοκρατίας και της Ζιμπάμπουε, η Α. μετέχει στην παγκόσμια παραγωγή με ποσοστά πολύ πάνω από το μισό. Αφθονούν επίσης κι άλλα ορυκτά, μεταξύ των οποίων τα φωσφορούχα άλατα (Μαρόκο, Τυνησία, Σενεγάλη, Τόγκο και Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία), το αντιμόνιο (Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και Μαρόκο), το μαγγάνιο (Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, Γκαμπόν, Γκάνα, Μαρόκο και Κογκό), ο χαλκός (Ζάμπια, Κονγκό και Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία), ο βωξίτης (Γουινέα και Γκάνα), ο μόλυβδος και ο ψευδάργυρος (Κονγκό, Ζάμπια, Μαρόκο, Αλγερία και Ναμίμπια), το βανάδιο (Ναμίμπια και Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία), ο κασσίτερος (Νιγηρία και Κονγκό), ο μαρμαρυγίας (Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, Τανζανία και Μαδαγασκάρη), ο γραφίτης (Μαδαγασκάρη), ο σίδηρος (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Μαυριτανία και Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία), το τιτάνιο και ο αμίαντος. Λιγότερο σημαντική είναι η συμμετοχή της Α. στη συνολική παγκόσμια γεωργική παραγωγή. Ωστόσο, το ποσοστό για ορισμένα προϊόντα είναι πολύ σημαντικό.
Ο μεγάλος πλούτος που κρύβει το υπέδαφος και οι δυνατότητες που προσφέρει η γεωργία δεν βρίσκουν γενικά τις κατάλληλες προϋποθέσεις εκμετάλλευσης, μολονότι είναι αξιόλογες κάποτε οι πρωτοβουλίες που προσφέρονται από το εξωτερικό. Σοβαρότατες όμως και επικίνδυνες είναι και οι ανισότητες μεταξύ φτωχών και πλούσιων χωρών, μεταξύ χωρών που έχουν πετύχει να δημιουργήσουν μια δυναμική και δραστήρια οικονομική συγκρότηση τύπου, όπως η Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, η Ζιμπάμπουε, η Κένυα, η Τανζανία, το Μαρόκο, η Αλγερία, η Τυνησία και η Λιβύη, και σε άλλες που μόλις αρχίζουν να πετυχαίνουν τους ίδιους στόχους -συχνά με μεγάλες δυσκολίες- όπως η Γουινέα, η Νιγηρία και το Κονγκό.
Η αφρικανική οικονομία βασίζεται τώρα κατά μεγάλο μέρος στην εξόρυξη μεταλλευμάτων, στην κτηνοτροφία και στη γεωργία ειδών διατροφής. Άρχισαν όμως να επεκτείνονται ολοένα και περισσότερο οι σύγχρονες αγροτικές επιχειρήσεις ευρωπαϊκού τύπου, οι οποίες παράγουν καταναλωτικά αγαθά που προορίζονται για τις ευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές αγορές, όπως το κακάο, τα εσπεριδοειδή, οι μπανάνες, το ζαχαροκάλαμο, το βαμβάκι, ο καφές, τα καπνά, οι ελαιοφόροι σπόροι και τα σταφύλια. Η βιομηχανία έχει εδραιωθεί έως τώρα μόνο στις χώρες εκείνες όπου η ευρωπαϊκή επέμβαση υπήρξε μαζικότερη και ως προς τον όγκο των επενδυμένων κεφαλαίων και ως προς την τεχνική βοήθεια σε εξειδικευμένο προσωπικό. Οι περισσότερο προοδευμένες οικονομικά χώρες είναι ωστόσο όσες βρίσκονται στα παράλια της Μεσογείου, με τον αρχαιότερο αποικισμό, οι χώρες με τα πλούσια μεταλλεύματα της νότιας και κεντρομεσημβρινής Α., δηλαδή η Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, η Ζιμπάμπουε, η Ζάμπια και το Κονγκό, και τέλος οι χώρες της ανατολικής Α. (Σομαλία, Κένυα, Ουγκάντα και Τανζανία), όπου οι συνθήκες του περιβάλλοντος ευνόησαν τον αγροτικό αποικισμό των λευκών. Αλλού η βιομηχανία βρίσκεται ακόμα σε μια αρχική φάση ανάπτυξης, που περιορίζεται στην κατεργασία των γεωργικών, κτηνοτροφικών και μεταλλευτικών προϊόντων.
Επιπλέον, λείπουν τα έργα υποδομής: οι συγκοινωνίες ιδίως είναι τελείως ακατάλληλες για την οικονομική ανάπτυξη της αφρικανικής ηπείρου, που διαθέτει μεγάλους πλωτούς ποταμούς, οι οποίοι όμως διακόπτονται από μικρούς και μεγάλους καταρράκτες. Πολύ ανεπαρκές είναι το δίκτυο των σιδηροδρόμων (περ. 88.000 χλμ., από τα οποία 12.740 με κανονικό πλάτος σιδηροτροχιών), ολόκληρο σχεδόν μακρινών αποστάσεων, ενώ οι αμαξιτοί δρόμοι υπολογίζονται γύρω στα 1.500.000 χλμ., και από αυτούς μόνο 100.000 είναι ασφαλτοστρωμένοι. Πλήρες σιδηροδρομικό δίκτυο δεν υπάρχει παρά μόνο στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και στο Δέλτα του Νείλου. Ελάχιστες είναι επίσης και οι αεροπορικές γραμμές, έτσι που εκτεταμένες ζώνες της Α. είναι πρακτικά ακόμα αποκλεισμένες στην αεροπορική επικοινωνία, γεγονός που εμποδίζει μια πλήρη ανάπτυξη. Παρ’ όλα αυτά διαγράφεται μια νέα ισορροπία, που θα επιτρέψει στην Α. να κατακτήσει τη θέση που δικαιωματικά της ανήκει μέσα στα πλαίσια ολόκληρης της παγκόσμιας οικονομίας.
Γλώσσες. Από γλωσσολογική άποψη η Α. παρουσιάζεται σαν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό, πλούσιο σε αποχρώσεις. Τα ποικίλα ωστόσο γλωσσικά ιδιώματα μπορούν να ενταχθούν σε λίγες βασικές κατηγορίες. Σε όλη τη βόρεια Α. προς Β της γεωγραφικής περιοχής του Σουδάν και στην ανατολική Α., έως ολόκληρη τη ζώνη της Σομαλίας, υπερισχύουν καθαρά οι χαμιτοσημιτικές γλώσσες, που συνενώνουν τα γλωσσικά ιδιώματα των Αράβων, των Βέρβερων, των Αβησσυνών και του Κουσιτών. Στις περιοχές του Σουδάν και της βόρειας Γουινέας ομιλούνται οι γλώσσες της σουδανικής ομάδας και στο άνω λεκανοπέδιο του Νείλου οι γλώσσες της νειλωτικής ομάδας. Στα Ν του ισημερινού κυριαρχούν τα διάφορα ιδιώματα της γλωσσικής ομάδας μπαντού, με εξαίρεση το απώτατο νότιο άκρο και τη ΝΔ Αφρική, όπου υπερισχύουν αντίστοιχα ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (η αγγλική και η αφρικάανς) και γλώσσες μπαντού που μιλούν οι Βουσμανοί, οι Οτεντότοι και οι Ντάμαρα. Στη Μαδαγασκάρη ομιλείται η μαλγασική γλώσσα, που ανήκει στη μαλαιοπολυνησιακή ομάδα. Ορισμένες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως η αγγλική, η γαλλική, η πορτογαλική, η ισπανική, ομιλούνται σε όλες τις παράλιες περιοχές και σχεδόν σε όλα τα αφρικανικά κράτη αποτελούν μια από τις γλώσσες που ομιλούνται.
Θρησκείες. Στην Α. συνυπάρχουν, με μια ποσοτική αναλογία που ποικίλλει πάρα πολύ από περιοχή σε περιοχή, τρεις κύριες θρησκείες: οι τοπικές ανιμιστικές λατρείες, ο ισλαμισμός και ο χριστιανισμός. Στη βόρεια Α. η ισλαμική θρησκεία διατηρεί αναμφισβήτητη υπεροχή. Όταν στον 7ο αι., οι πληθυσμοί των Βέρβερων, της βόρειας ζώνης, ήρθαν σε επαφή με τους Άραβες εισβολείς, ασπάστηκαν τη θρησκευτική διδασκαλία του ορθόδοξου ισλαμισμού. Είναι αυτονόητο ότι μια θρησκευτική διδασκαλία τόσο αφηρημένη και πλούσια σε δογματικές θεωρίες, όπως η ισλαμική, δεν ήταν δυνατό να αφομοιωθεί ολοκληρωτικά από τους ορεινούς της Καβυλίας ή τους νομάδες της Σαχάρας· το αποδεικνύουν η μεγάλη απλούστευση του όλου τυπικού της μουσουλμανικής θρησκείας και τα κατάλοιπα πατρογονικών τύπων λατρείας που διατηρούνται ζηλότυπα.
Στις κεντρικές χώρες της Α., ο ισλαμισμός είναι γενικά περισσότερο διαδεδομένος στις αντίστοιχες βόρειες ζώνες· έτσι, π.χ., στη βόρεια ζώνη της Νιγηρίας το 70% του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι και το υπόλοιπο ακολουθεί ειδωλολατρικές θρησκείες. Με ανάλογο τρόπο, στις βόρειες και κεντρικές επαρχίες του Σουδάν, οι μουσουλμάνοι αποτελούν το 65% περίπου του συνολικού πληθυσμού, μολονότι μεταξύ των δύο μεγαλύτερων σουδανικών αιρέσεων (που η μια θεωρείται ορθόδοξη και η άλλη ετερόδοξη), ο ανταγωνισμός είναι τόσο ισχυρός ώστε να δημιουργεί κάποτε περιπλοκές πολιτικού χαρακτήρα. Αντίθετα στο νότιο Σουδάν -όπου ο πληθυσμός είναι Νειλώτες- και γενικά στα νότια όλων των χωρών της κεντρικής Α. υπερισχύουν οι ιθαγενείς λατρείες, που έχουν διαβρωθεί εδώ κι εκεί από τον χριστιανισμό, ο οποίος σε ορισμένες ζώνες ασκεί πολύ σημαντική επιρροή. Στο νότιο τμήμα του Σουδάν το ποσοστό των χριστιανών είναι μάλλον υψηλό (περίπου το 1/5 του πληθυσμού στον Άνω Νείλο)· το ποσοστό αυτό είναι ακόμα μεγαλύτερο στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Μαδαγασκάρη, όπου οι διαμαρτυρόμενοι και οι καθολικοί, κατανεμημένοι σε μέρη σχεδόν ίσα, αποτελούν περίπου το μισό του πληθυσμού.
Η διάδοση του χριστιανισμού στην Α. άρχισε στη ρωμαϊκή εποχή. Η χριστιανική εκκλησία της Α. είχε τους μάρτυρές της στον 2ο αι., δημιούργησε αυτόνομα χαρακτηριστικά αρκετά βιώσιμα (Τερτυλλιανός, άγιος Αυγουστίνος), αλλά εξαφανίστηκε με τις εισβολές των Βανδάλων και αργότερα των Αράβων. Μια απόπειρα προσηλυτισμού στον χριστιανισμό έγινε τον 15o αι., όταν ιδρύθηκαν οι καθολικές επισκοπές της Αγκόλας και της Μοζαμβίκης, και τον 18o αι., όταν αποστολές προτεσταντών ανέπτυξαν δραστηριότητα στην περιοχή του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Αλλά από τον 19o αι. το δίκτυο των χριστιανικών αποστολών επεκτάθηκε, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση, σε όλη την αφρικανική ήπειρο.
Εξερευνήσεις. Η γνωριμία μας με την Α. είναι ένα εντελώς πρόσφατο γεγονός, από το οποίο μας χωρίζει λιγότερο από ένας αιώνας, αν σκεφτούμε ότι η ανακάλυψη εκτεταμένων και ακόμα σχεδόν ανεξερεύνητων εκτεταμένων περιοχών του εσωτερικού έγινε δυνατή με την αεροπορική εξερεύνηση και ιδιαίτερα με την εισαγωγή της αεροφωτογράφησης. Στην κλασική αρχαιότητα από την Α. ήταν γνωστοί μόνο οι μεσογειακές παρυφές της, όπου άλλωστε αναπτύχθηκαν οι πολιτισμοί των Φοινίκων (Καρχηδόνα), των Ελλήνων και ιδιαίτερα των Αιγυπτίων. Η Σαχάρα εμπόδισε για αιώνες τη γνωριμία των τροπικών περιοχών, που έγινε αργότερα πρακτικά αδύνατη με την κατάκτηση της μεσογειακής Α. από τους Άραβες. Αυτοί είχαν συχνές επαφές με τους λαούς της Σαχάρας και του Σουδάν, ελάχιστα πράγματα όμως είναι γνωστά, εκτός από τα εξερευνητικά ταξίδια του Ιμπν Μπατούτα, ο οποίος, κατά τα μέσα του 14ου αι., αφού πέρασε την οροσειρά του Άτλαντα και διέσχισε τη Σαχάρα, έφτασε στο Τομπουκτού και στη λίμνη Τσαντ.
Κατά τα τέλη του 15ου αι. άρχισε μια σειρά αποστολών με πρώτη των αδελφών Ουγκολίνο και Γκουίντο Βιβάλντι, που είχε σκοπό να ξεπεράσει το εμπόδιο που παρουσίαζε η ολοκληρωτικά άγνωστη αφρικανική ήπειρος, περιπλέοντάς την για να φτάσει στις Ανατολικές Ινδίες, απ’ όπου προέρχονταν τα τόσο πολύτιμα μπαχαρικά του μεσαιωνικού κόσμου. Κυρίως οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι, κάτω από τη δυνατή ώθηση που προκαλούσε ο ενθουσιασμός του πρίγκιπα Ερρίκου, που επονομαζόταν Θαλασσοπόρος, προχώρησαν προοδευτικά και με κόπο κατά μήκος της ατλαντικής πλευράς της Α., μέχρις ότου ο Βαρθολομαίος Ντιάζ (1487) έφτασε στο ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας και ο Βάσκο ντε Γκάμα (1497) το παρέκαμψε, φτάνοντας μετά στην Ινδία. Ο σκοπός που είχαν προκαθορίσει οι θαλασσοπόροι και οι έμποροι της εποχής είχε συνεπώς επιτευχθεί.
Η εξερεύνηση όμως του εσωτερικού της Α., αν εξαιρέσουμε σποραδικές περιπτώσεις, όπως εκείνη του Φλωρεντινού Μπενεντέτο Ντέι, ο οποίος το 1469 έφτασε στο Τομπουκτού, άρχισε μόνο στα τέλη του 18ου αι. και συνεχίστηκε για δεκαετίες με τις αποστολές των Μ. Παρκ, Χ. Κλάπερτον, Ο. Ούντνεϊ, Ρ. Καγέ, Ρ. Λάντερ, Χ. Μπαρτ, Τζ. Ρίτσαρντσον, Γ. Ρολφς, Γ. Νάχτιγκαλ και Φ. Φουρό στη Σαχάρα, το Σουδάν και τη Β Γουινέα, των Ντ. Λίβινγκστον, Χ. Στάνλεϊ, Ρ. Μπέρτον, Γ. Σπέκε, Σ. Μπέικερ, Ρ. Τζέσι, Β. Μπότεγκο και πολλών άλλων στο ανατολικό Σουδάν, τα ανατολικά υψίπεδα και τα λεκανοπέδια του Ζαμβέζη και του Κονγκό.
Στο μεταξύ, η εξερεύνηση της νότιας άκρης της ηπείρου προχωρούσε παράλληλα με την προοδευτική κατάληψη της περιοχής από τους Μπόερς. Τους εξερευνητές, που συχνά αποτελούσαν τις εμπροσθοφυλακές των ευρωπαϊκών δυνάμεων στην αποικιοκρατική τους προσπάθεια, τους ακολουθούσαν συστηματικές αναγνωρίσεις των περιοχών, που απέβλεπαν στην εκμετάλλευση των τεράστιων πλουτοπαραγωγικών πηγών, τις οποίες τα εδάφη αυτά προσέφεραν.
Ιστορία. Οι γνώσεις μας για την ιστορία της Α. είναι πολύ ανεπαρκείς. Κυρίως σε ό,τι αφορά την πριν από τις γεωγραφικές ανακαλύψεις και την ευρωπαϊκή κυριαρχία περίοδο, περιορίζονται κατά μεγάλο μέρος στις επάκτιες περιοχές της βόρειας Α. και στην αποίκισή τους από τους Φοίνικες, τους Ρωμαίους και τους Άραβες.
Η Α. υπήρξε από την πιο απώτατη αρχαιότητα χώρος ενός σημαντικότατου πολιτισμού, όπως ήταν ο αιγυπτιακός. Από τον 6o έως τον 13o αιώνα, άκμασε εκεί το κράτος της Γκάνα, από τον 11o έως τον 13o αι. το κράτος του Μάλι. Είναι γνωστό ότι στο Τομπουκτού υπήρχε πανεπιστήμιο τον 15o αι. Οι Ασάντι της Χρυσής Ακτής και οι Γιόρουμπα της Νιγηρίας είχαν φτάσει σε έναν πολιτισμό πολυσύνθετο και οργανωμένο, πριν τα εδάφη τους υπαχθούν τελικά κάτω από τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο της Μεγάλης Βρετανίας. Στην ανατολική Α., στο αιθιοπικό υψίπεδο, διατηρείται έως τις ημέρες μας το μόνο χριστιανικό κράτος, μετά τον θρίαμβο του ισλαμισμού. Σε άλλες αφρικανικές περιοχές οι πληθυσμοί είχαν φτάσει σε ποικίλους βαθμούς οργάνωσης των φυλών.
Είναι ωστόσο πολύ δύσκολο να ανασυνθέσουμε μεγάλο μέρος της αρχαίας αυτής ιστορίας της Α., γιατί το υλικό από γραπτές πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας είναι ελλιπές.
Η ανεξάρτητη εξέλιξη της Α., η οποία είχε φτάσει σε πολλές περιοχές σε ένα στάδιο που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε αρκετά προηγμένη φεουδαρχία, διακόπηκε τον 15o-16ο αι. από την ευρωπαϊκή επέμβαση που εισήγαγε απότομα την αφρικανική ήπειρο στη σύγχρονη ιστορία. Οι πρώτοι εξερευνητές, την εποχή των μεγάλων γεωγραφικών ανακαλύψεων, δεν απέβλεπαν στην κατάκτηση αποικιών, αλλά στη δημιουργία μερικών βάσεων ανεφοδιασμού για τα πλοία που ταξίδευαν προς την Ινδία. Από τον 16o αι. και ύστερα, στο κίνητρο αυτό ήρθαν να προστεθούν η αναζήτηση πολύτιμων πρώτων υλών και προπαντός το δουλεμπόριο που γινόταν για να ικανοποιήσει τις ζητήσεις σκλάβων εργατικών χεριών στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Το εμπόριο των δούλων, που προξένησε στην Α. ανυπολόγιστες ανθρώπινες απώλειες, σταμάτησε μόνο τον 19ο αι. με πρωτοβουλία κυρίως των Άγγλων.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. η ευρωπαϊκή αποίκιση πήρε εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, με τη δημιουργία αποικιών, με την πλήρη σημασία της λέξης. Σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έλαβαν μέρος, μέσα σ’ έναν άγριο ανταγωνισμό, στον αγώνα δρόμου για την ιδιοποίηση των αφρικανικών εδαφών, είτε για οικονομικούς λόγους είτε για στρατηγικούς είτε τέλος για την απόκτηση γοήτρου. Η γεωγραφικο-πολιτική διανομή της αφρικανικής ηπείρου κωδικοποιήθηκε στην ουσιαστική διάρθρωσή της από το Συνέδριο του Βερολίνου του 1878. Η Μεγάλη Βρετανία επέβαλε τον έλεγχό της από την Αίγυπτο μέχρι το Κέιπ Τάουν, σε όλη τη διαδρομή του Νείλου και στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών και προς τον Νότο έως τη Νιάσα. Η Γαλλία πήρε τη μεσογειακή Α., δυτικά του Μάγκρεμπ και τη δυτική και ισημερινή Α., εκτός από τη Μαδαγασκάρη. Η Γερμανία, που μπήκε αργότερα στον στίβο, κατόρθωσε να εξασφαλίσει το Τόγκο, το Καμερούν, τη Γερμανική Ανατολική Α. και τη Νοτιοδυτική Α. (την έχασε όμως στο τέλος του Α’ Παγκόσμιου πολέμου). Η Ιταλία έλαβε την Ερυθραία, τη Σομαλία και τη Λιβύη. Το Βέλγιο απέκτησε τα τεράστια εδάφη του Κονγκό. Η Πορτογαλία διατήρησε, εκτός από μικρότερες κτήσεις, την Αγκόλα και τη Μοζαμβίκη. Η Ισπανία κράτησε ένα τμήμα του Μαρόκου και το Ρίο ντε Όρο. Τα μόνα ανεξάρτητα κράτη παρέμειναν η Αιθιοπία (που έμελλε να κατακτηθεί από την Ιταλία το 1936) και η Λιβερία, που στην πράξη όμως αποτελούσε προτεκτοράτο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η διανομή έγινε χωρίς να λαμβάνονται συχνά υπόψη τα εθνικά κριτήρια, έτσι που ολόκληροι πληθυσμοί χωρίστηκαν κάτω από δύο ή περισσότερες διαφορετικές διοικήσεις, ενώ αντίθετα ενώθηκαν κάτω από την ίδια διοίκηση διαφορετικοί πληθυσμοί και κάποτε εχθρικοί μεταξύ τους.
Το μεγάλο γεγονός της κατάργησης της αποικιοκρατίας, που έγινε κυρίως στην εικοσαετία που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, άφησε ανοιχτά ή και δημιούργησε διάφορα προβλήματα που επέδρασαν περισσότερο ή λιγότερο άμεσα στην εξωτερική πολιτική δραστηριότητα των αναπτυσσόμενων χωρών της Α. κυρίως μετά το 1960.
Ιδιαίτερο βάρος έχει ο οικονομικός παράγοντας: σχεδόν όλα τα νέα κράτη ανήκουν στην κατηγορία των αναπτυσσόμενων χωρών, έστω κι αν δυνητικά είναι αρκετά πλούσια. Χωρίς ή σχεδόν χωρίς βιομηχανίες, βασίζονται συχνά σε μονοκαλλιέργειες· λείπουν ή είναι εντελώς ασήμαντα τα έργα υποδομής, σπανίζουν τα στελέχη και οι ειδικευμένοι εργάτες. Ο ελάχιστος αριθμός σχολείων, νοσοκομείων και υπηρεσιών αποτελούν ισάριθμα σοβαρά κοινωνικά χάσματα.
Στον ειδικότερα πολιτικό τομέα, η Α. παρουσιάζει αντίθετα εξαιρετικά ποικίλη εικόνα: Μέχρι πριν από λίγα χρόνια δίπλα στα ανεξάρτητα κράτη παρέμεναν αποικιακές νησίδες και κτήσεις, όπου η λευκή μειοψηφία κρατούσε σφιχτά στα χέρια της τα ηνία της εξουσίας, την οποία υπερασπιζόταν με ρατσιστικές νομοθεσίες. Σχεδόν όλες οι νέες ανεξάρτητες χώρες έχουν υιοθετήσει ένα προεδρικό σύστημα με ένα και μόνο κόμμα, αλλά οι ιδεολογικές διαφορές είναι βαθιές. Υπάρχουν στρατιωτικές δικτατορίες και λαϊκές δημοκρατίες, υπάρχουν κράτη με διάρθρωση σοσιαλιστική, καπιταλιστική ή ακόμα και φεουδαρχική. Ο πολιτικός αγώνας καταλήγει κάποτε σε ανταγωνισμό μεταξύ διαφόρων φυλών ή σε πραξικοπήματα. Όπως ποικίλλουν οι ιδεολογικές αποχρώσεις, έτσι διαφορετικοί είναι και οι προσανατολισμοί και οι συμμαχίες. Επίσημα τα περισσότερα από τα κράτη αυτά διακηρύσσουν ότι είναι αδέσμευτα και ουδετερόφιλα. Οι εξωτερικές όμως επιρροές είναι συχνά σημαντικές, κάποτε καθοριστικού χαρακτήρα έτσι που να δημιουργούν υποψίες και κατηγορίες για νεοαποικιοκρατία. Οι πρώην αποικιακές χώρες κατάφεραν να διατηρήσουν προνόμια, κυρίως οικονομικά, στις πρώην αποικίες τους, με αποτέλεσμα ο έλεγχός τους να είναι εξίσου αποδοτικός και, το σημαντικότερο, αναίμακτος και αφανής. Αιματηρές χωριστικές απόπειρες έγιναν μετά το 1960 στο πρώην βελγικό Κονγκό (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό), στη Νιγηρία και στην Ουγκάντα. Σημειώθηκαν επίσης απόπειρες ομοσπονδιακής ένωσης (Ομοσπονδία της Ροδεσίας και της Νιασαλάνδης, 1954) και δοκιμάστηκαν οικονομικο-πολιτικές κοινότητες (Γαλλοαφρικανική Κοινότητα, 1958), χωρίς όμως επιτυχία. Το 1963 ωστόσο τα αφρικανικά κράτη κατόρθωσαν να έρθουν, με επίμονες προσπάθειες, σε συμφωνία μεταξύ τους και υπέγραψαν τον ιδρυτικό Χάρτη της Οργάνωσης της Αφρικανικής Ενότητας υπό την αιγίδα του αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ. Από τότε η οργάνωση πραγματοποίησε συχνές διασκέψεις και, παρότι που δεν πέτυχε εντυπωσιακά αποτελέσματα, κατόρθωσε ωστόσο να κρατήσει ζωντανό έναν διάλογο πάνω στα πολυάριθμα και σοβαρά προβλήματα, που όπως αποδείχτηκε ήταν κοινά για όλους τους Αφρικανούς.
Στην περίοδο, μετά το 1960, δημιουργήθηκαν στην Α. διάφορες κρίσεις που επέσυραν την προσοχή των μεγάλων δυνάμεων και του ΟΗΕ. Η αιματηρότερη και με τις περισσότερες περιπλοκές ήταν ασφαλώς η κρίση που συντάραξε το άλλοτε βελγικό Κονγκό. Περισσότερο εντοπισμένη, αλλά όχι λιγότερο δραματική, ήταν εκείνη που προκάλεσε στη Νιγηρία η απόσχιση της Μπιάφρα. Πολύ πιο επικίνδυνη πρέπει ωστόσο να θεωρηθεί η κρίση που έφερε αντιμέτωπα τα αραβικά κράτη της βόρειας ακτής της Α., από το Μαρόκο μέχρι το Σουδάν, με το Ισραήλ. Η κρίση αυτή διαρκεί από το 1948 και, παρότι αγγίζει μόνο περιθωριακά την Α., ενδιαφέρει τουλάχιστον από διπλωματική πλευρά μεγάλο αριθμό αφρικανικών χωρών.
Οι εσωτερικές συνθήκες, οι ιδεολογικές διαφορές και ένα ορισμένο κλίμα αμοιβαίας δυσπιστίας δεν επέτρεψαν στην πυκνή αυτή παράταξη νέων κρατών να κάνει αισθητό το βάρος του Τρίτου Κόσμου στις διεθνείς διαπραγματεύσεις. Μίλησαν με πικρία για την αφρικανική σιωπή πάνω στα μεγάλα προβλήματα που απασχολούν τον κόσμο. Στην πραγματικότητα η Α. αναζητά έναν δικό της δρόμο. Ποιος θα είναι ο δρόμος αυτός επισημαινόταν καθαρά σε ένα ευπρεπές και σταθερό έγγραφο που υπέγραψαν πολλές χώρες της Α. και το οποίο ονομάστηκε Χάρτης του Αλγερίου (1967). Το έγγραφο διακήρυσσε το δικαίωμα στην πρόοδο όλων των λαών και επιθυμούσε να είναι μια πανηγυρική επίκληση στην παγκόσμια αλληλεγγύη υπέρ των λιγότερο ευνοημένων χωρών.
Γενικά η Α. εξακολουθεί, παρά τις σημαντικές πολιτικές αλλαγές, να παίζει περιορισμένο ρόλο στη διεθνή πολιτική λόγω των οικονομικών κυρίως προβλημάτων που αντιμετωπίζει.
Τέχνη. Η ιστορία της αφρικανικής τέχνης δεν περιλαμβάνει συνήθως τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις των Αιγυπτίων, των Ελλήνων, των Ρωμαίων και των Αράβων που πραγματοποιήθηκαν διαδοχικά στις βορειοδυτικές περιοχές της ηπείρου. Την ελληνορωμαϊκή και την αραβοϊσλαμική τέχνη έφεραν στην Α. ξένοι λαοί και τα άπειρα τεκμήριά τους στην Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Τυνησία, την Αλγερία και το Μαρόκο είναι βασικά τοπικές εκφράσεις πολιτισμών μη αφρικανικών, που είχαν επεκταθεί σε πολύ ευρύτερο γεωγραφικό χώρο από τον τόπο της καταγωγής τους. Όσο για την τέχνη της αρχαίας Αιγύπτου, ενώ από καθαρά γεωγραφική τοποθέτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί αφρικανική, παρουσιάζει τέτοια ιδιομορφία, ώστε ξεφεύγει από τα πολιτιστικά πλαίσια των λαών της αφρικανικής ηπείρου. Ιδιαίτερη είναι επίσης η περίπτωση της αιθιοπικής τέχνης, που είναι επηρεασμένη κυρίως από την κοπτική και τη βυζαντινή παράδοση. Έτσι, η έννοια αφρικανική τέχνη περικλείει μόνο τις εκδηλώσεις των αρχαιότερων λαών, όπως είναι οι μυστηριώδεις προϊστορικοί κάτοικοι της Σαχάρας, οι Νέγροι και οι Βουσμανοί. Οι αρχαίοι λαοί της Σαχάρας όπως και οι Βουσμανοί έχουν δημιουργήσει μόνο βραχογραφίες, ενώ οι φυλές των νέγρων έδειξαν φανερή προτίμηση στη γλυπτική.
Γλυπτική των νέγρων. Η γλυπτική των νέγρων εκτείνεται σε μια τεράστια γεωγραφική ζώνη που καλλιεργείται στο βορρά από τη γραμμή που αρχίζει από το Πράσινο Ακρωτήριο και καταλήγει στις Μεγάλες Λίμνες, και στον νότο από την κοίτη του ποταμού Ζαμβέζη. Τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά κέντρα της είναι η κοιλάδα του Νίγηρα στη βόρεια Γουινέα και η περιφέρεια των φυλών Μπαντού στο Κονγκό. Αν και η ιστορία της τέχνης των νέγρων είναι σχεδόν άγνωστη και οι σχετικές πληροφορίες ελάχιστες και αποσπασματικές, επικρατεί γενικά η γνώμη ότι η αρχή της μπορεί να αναχθεί σε πολύ παλιές εποχές. Τα παράξενα ειδώλια από στεατίτη που βρέθηκαν στη Σιέρα Λεόνε και απεικονίζουν ανθρώπινα τερατόμορφα όντα είναι ασφαλώς πανάρχαια, αλλά δεν είναι δυνατό να συγκαταλεγούν με βεβαιότητα στην τέχνη των νέγρων, γιατί τα χαρακτηριστικά τους, ακόμα και αν υπολογιστούν οι τεχνητές παραμορφώσεις, διαφέρουν πολύ από εκείνα των φυλών της αφρικανικής ηπείρου. Καθαρά νέγρικη φυσιογνωμία έχουν ορισμένα μικρά κεραμικά κεφάλια από το Ίφε της δυτικής Νιγηρίας. Αυτά βρέθηκαν στις αρχές του 20ού αι. στις ανασκαφικές εργασίες του Γερμανού εθνολόγου Φρομπένιους και, μολονότι πολλοί επιστήμονες αμφισβητούν τη χρονολόγησή τους στην 1η χιλιετία π.Χ., όπως υποστηρίζει ο Φρομπένιους, είναι ασφαλώς από τα αρχαιότερα δείγματα της τέχνης των νέγρων που σώζονται έως σήμερα. Πολλές και ακριβείς πληροφορίες υπάρχουν για την τέχνη των ιθαγενών του βασιλείου του Μπενίν στη νότια Νιγηρία. Είναι μια τέχνη εξαιρετικά προηγμένη, χωρίς τίποτε το πρωτόγονο, που άνθησε από τον 12o έως τον 17o αι. Τα μικρά ή μέτρια γλυπτά της, χάλκινα, μπρούτζινα ή τερακότες απεικονίζουν συνήθως ηγεμόνες, πρίγκιπες και πολεμιστές με τα διακριτικά τους εμβλήματα, χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας αρκετά εξελιγμένης, φεουδαρχικού τύπου. Αλλά και στα τελετουργικά της σκεύη και στα άλλα μικροαντικείμενα είναι φανερή η γνώση πολύπλοκων συνθετικών κανόνων. Παράλληλα με αυτά τα μικρότερης σημασίας έργα, υπάρχουν και πραγματικά γλυπτικά συμπλέγματα, καθώς και χάλκινα ανάγλυφα με σκηνές από την αυλική ζωή. Στην εποχή της ακμής της τέχνης του Μπενίν, από το 1500 έως το 1650, κατασκευάζονται ανάγλυφα με μορφές Ευρωπαίων, ίσως Πορτογάλων, όπως φαίνεται από τις ενδυμασίες τους, και μεγάλες χάλκινες πλάκες για τη διακόσμηση του βασιλικού παλατιού. Αργότερα η τέχνη αυτή παρακμάζει ραγδαία, ο τελευταίος μάλιστα βασιλιάς του Μπενίν απαγορεύει, στα μέσα του 19ου αι., τη χύτευση χάλκινων έργων. Τα βρετανικά στρατεύματα κατοχής βρήκαν το 1897 τις βασιλικές αποθήκες γεμάτες γλυπτά. Τα περισσότερα από αυτά φυλάσσονται σήμερα σε μουσεία της Ευρώπης και ειδικότερα στο Βρετανικό Μουσείο και στα μουσεία της Γερμανίας. Η τέχνη όμως του Μπενίν αποτελεί ξεχωριστό φαινόμενο, γιατί η υπόλοιπη γλυπτική των νέγρων δεν περικλείεται σε ιστορικά πλαίσια αλλά καθορίζεται μόνο από τα γενικά χαρακτηριστικά της. Από αυτή το μόνο γνωστό είναι ότι τα έργα που σώζονται, ακόμα και αυτά του 19ου αι., συνεχίζουν κάποια παλιότερη παράδοση. Στον 20ό αι. η τέχνη των νέγρων δείχνει να χάνει την εκφραστική της πρωτοτυπία, καθώς τα προϊόντα της τέχνης αυτής κατασκευάζονται στα βιοτεχνικά εργαστήρια και σε πολύ μεγάλες ποσότητες με σκοπό να ικανοποιήσουν τη ζήτηση της διεθνούς αγοράς.
Όλη η γλυπτική των νέγρων είναι συμβολική. Με το σύμβολο εκφράζει τις δοξασίες της φυλής και τους θρησκευτικούς μύθους, και το σύμβολο είναι η αιτία της ύπαρξής της και ο οδηγός για την ερμηνεία της. Ο μύθος δεν υλοποιείται με μια φανταστική εικόνα της θεότητας, αλλά με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του φετίχ της φυλής ή άλλων προγονικών μορφών ή με προσωπεία προοριζόμενα για τις θρησκευτικές ιεροτελεστίες και τις γιορτές της φυλής. Το προσωπείο, όργανο εξορκισμού της συμφοράς, της κακοδαιμονίας και της απειλής, είναι ασφαλώς η τελειότερη γλυπτική έκφραση των νέγρων. Αλλά η συμβολική και μορφολογική του έννοια μεταβάλλεται σημαντικά ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο ζει η κάθε φυλή. Γι’ αυτό τον λόγο η δύναμη και η μαχητικότητα μπορούν να αποδοθούν με διάφορες μορφές, όπως με τη μορφή του ελέφαντα, του βουβάλου ή του κροκόδειλου· η επιδεξιότητα, η ευκινησία, η ταχύτητα να ενσαρκωθούν στο σχήμα της σαύρας, του φιδιού ή άλλου ζώου περισσότερο ή λιγότερο γρήγορου και που το λεπτό ή εξαρθρωμένο σώμα του υποβάλλει την έννοια της κίνησης. Καμωμένο για να ανταποκριθεί στις αναρίθμητες αυτές σημασίες, το προσωπείο αποκτά εκατοντάδες όψεις. Η μάσκα του προστάτη θεού Ντο (Μπουρκίνα Φάσο) έχει τα μάτια, τη μύτη και το στόμα ζωγραφισμένα πράσινα σκούρα και πολύ τονισμένα για να θυμίζουν τον πίθηκο (σύμβολο της δικαιοσύνης και του θανάτου) και τη σάρκα σε χρώμα υπόλευκο (σύμβολο κι αυτό του θανάτου και του κινδύνου). Τα αντίθετα σημάδια της ζωής και του θανάτου υπάρχουν στα προσωπεία που οι μυημένοι Μπα-Γιάκα και Μπα-Σούκα (Κονγκό) κρατούν στους ώμους όταν εκτελούν τον ιερό τους χορό.
Ο χρωματισμός είναι συνηθέστερος στα προσωπεία παρά στις γλυπτές μορφές, γιατί σε αυτά η ανάγκη του συμβολισμού είναι επιτακτικότερη, αλλά και στις δύο περιπτώσεις τα επικρατέστερα χρώματα είναι το κόκκινο, το μαύρο και το λευκό. Συχνά το ξύλο απλώς πατινάρεται με μια στοιχειώδη μέθοδο με βάση το ζωικό λίπος ανακατεμένο με στάχτη, χώμα ή άλλο υλικό. Όποια κι αν είναι όμως τα γλυπτά των νέγρων, προσωπεία μονόχρωμα, πολύχρωμα, πατιναρισμένα ή λεπτά σκαλισμένα, φετίχ με μέλη προσαρμοσμένα στην τύχη ή διαρθρωμένα σε καθορισμένη κίνηση, είναι εντυπωσιακά για την έντονη φαντασία και τη μεγάλη απλοποίηση και εκφραστικότητα των σχημάτων τους. Η εμφάνισή τους στην Ευρώπη την εποχή της ακμής της αποικιοκρατίας έδωσε ισχυρή ώθηση στην ανανέωση του οράματος των Ευρωπαίων καλλιτεχνών και οδήγησε στην προσέγγιση των διαφορετικών τάσεων και καλλιτεχνικών αντιλήψεων. Η επίδραση βέβαια αυτή ήταν ανάλογη με τις χώρες ή με τα καλλιτεχνικά ρεύματα. Έτσι, στην τέχνη των νέγρων οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές θαύμαζαν την αινιγματική έκφραση του προσωπείου ή τη βίαιη και δυσαρμονική συμπεριφορά των γραμμών του γλυπτού και την ερμήνευαν ως προτροπή προς μία τέχνη ρήξης και εκδήλωση απόλυτης και αναρχικής διαφωνίας με το περιβάλλον. Οι κυβιστές, αντίθετα, δεν τη θεωρούσαν τόσο ενδιαφέρουσα για τα ενστικτώδη δεδομένα της όσο για τη συνθετική οργάνωση των σχημάτων και διέκριναν σε αυτήν μια ορθολογιστική αντίληψη της μορφής, ορισμένοι μάλιστα ζωγράφοι και κριτικοί τέχνης έφτασαν στο να ανακαλύψουν αντιστοιχίες ακόμα και με τον μηχανικό πολιτισμό.
Βραχογραφίες της Σαχάρας και της νότιας Α. Σε διάφορα σημεία της Σαχάρας, από την Τυνησία μέχρι το Μαρόκο, καθώς και στο όρος Άτλας, βρέθηκαν χιλιάδες έργα ζωγραφισμένα ή χαραγμένα επάνω στους βράχους. Απεικονίζουν συνήθως ζώα, ρινόκερους, λιοντάρια, στρουθοκαμήλους, καμηλοπαρδάλεις, ελέφαντες, βουβάλια, βόδια, καμήλες και άλογα. Η ζωγραφική αυτή κατατάσσεται σήμερα σε δύο ομάδες και αποδίδεται σε δύο διαφορετικές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις: στην τέχνη των κυνηγών και στην τέχνη των βοσκών. Η πρώτη, πολύ παλιότερη ασφαλώς από τη δεύτερη, δεν χρησιμοποιούσε τεχνική καθαυτό ζωγραφική, αλλά μια ιδιαίτερη μέθοδο χαρακτικής στον βράχο και απεικόνιζε μόνο άγρια ζώα. Η τέχνη των βοσκών, αντίθετα, χάραζε στον βράχο κατά κανόνα κατοικίδια ζώα, με τεχνική διαφορετική από εκείνη των κυνηγών ή τα ζωγράφιζε με κόκκινη ώχρα. Στα ζωγραφικά έργα των βοσκών εμφανίζονται αρκετά συχνά ανθρώπινες μορφές πολύ σχηματοποιημένες με χαρακτηριστικά όμοια με των Βουσμανών, μιας φυλής που υπάρχει ακόμα στη νότια Α. Σε ορισμένες περιοχές οι βραχογραφίες παρουσιάζουν ενδείξεις συνύπαρξης κυνηγών και βοσκών στην ίδια χρονική περίοδο, όπως στο Γιουουενάτ στη Λιβυκή έρημο, όπου η θεματογραφία είναι μεικτή με κυνηγετικές και ποιμενικές σκηνές. Αλλά και οι βραχογραφίες της νότιας Α., της Ζιμπάμπουε και της Τανγκανίκας φαίνεται να ανήκουν επίσης σε δύο διαφορετικές πολιτιστικές ομάδες. Οι περισσότερες παριστάνουν ζώα και σπάνια τη μορφή του ανθρώπου. Τη ζωγραφική αυτή ορισμένοι επιστήμονες τη χαρακτήρισαν προβουσμανική. Είναι πολύ συγγενική με τη ζωγραφική της Σαχάρας, διαφέρει όμως σημαντικά στην τεχνική και το ύφος από την καθαυτό βουσμανική και είναι ασφαλώς πολύ παλιότερή της. Τα έργα των Βουσμανών της νότιας Α., εκτελεσμένα συνήθως με κόκκινα, κίτρινα και καστανά χρώματα, είναι ζωντανά, εκφραστικά και πολυποίκιλα και τα θέματά τους είναι σκηνές κυνηγιού και πάλης, χοροί, μαγικές ιεροτελεστίες, μάχες με Κάφρους βοσκούς και ζωοκλοπές σε βάρος των Κάφρων. Κάποια στιγμή εμφανίζεται και ο λευκός άνθρωπος σε αυτήν την ανήσυχη τέχνη. Σε πιο πρόσφατες βραχογραφίες οι μορφές των Μπόερς σχεδιάζονται δίπλα στα μεγάλα κάρα που τους χρησίμευαν για τις μετακινήσεις τους στο εσωτερικό της χώρας. Στη σύγχρονη εποχή οι Βουσμανοί, αποδεκατισμένοι πια, φαίνεται να έχουν χάσει εντελώς την πρώτη εκείνη δημιουργική τους ορμή.
Λογοτεχνία. Η γηγενής λογοτεχνική παραγωγή της Α. ήταν στην αρχή και για μεγάλο χρονικό διάστημα εξ ολοκλήρου προφορική· συνοπτικές ιστορίες των φυλών, τυπικά λατρείας, άσματα των τελετών της μύησης, νεκρικά μοιρολόγια κ.ά., που μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά και έφτασαν έως εμάς χάρη στο έργο των μελετητών (από τον Λεό Φρομπένιους μέχρι τον Αφροαμερικανό Αϊτινό Ζακ Ρουμέν, τον Γερμανό φον Σίντοβ κ.ά.). Μια ιδιαίτερη μορφή προφορικής λογοτεχνίας, που στηρίζεται στον αυτοσχεδιασμό, είναι το κυνηγετικό αφήγημα, στο οποίο μερικά δραματικά επεισόδια εναλλάσσονται κατά κανόνα με χιουμοριστικά: το αφήγημα αυτό είναι ταυτόχρονα θέμα απαγγελίας, χορού και παντομίμας. Στην ανάμειξη του λόγου, του ήχου και της χειρονομίας καθρεφτίζεται το πολυσύνθετο των εμπειριών και της παραγωγής του πρωτόγονου κόσμου, στον οποίο ο αποχωρισμός των διαφορετικών ενεργειών του χορού, του τραγουδιού και της μουσικής δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί.
Με τις επαφές που απέκτησε με την αποικιακή κυριαρχία ο κόσμος των αυτόχθονων Αφρικανών τείνει ολοένα και περισσότερο να εκφράζεται στις γλώσσες και στις μορφές των αποικιοκρατών, και δημιουργεί έτσι τη λεγόμενη νέγρικη λογοτεχνία, ποικίλου περιεχομένου, που οι αρχές της ανάγονται στον 19ο αι. Πράγματι, ενώ οι μετανάστες ή τα παιδιά των μεταναστών, κυρίως στις αμερικανικές χώρες (Αφροαμερικανοί), αφομοιώνονται σιγά-σιγά με τον πολιτισμό των χωρών αυτών, στην Α. αντίθετα αναπτύσσεται μια νέγρικη λογοτεχνία σε γαλλική, αγγλική και πορτογαλική γλώσσα, στην οποία πιο αυθεντική και πρωτότυπη είναι η ντόπια έμπνευση. Στις λογοτεχνίες αυτές υπερισχύουν στην αρχή οι επικολυρικές μορφές (όπως δείχνουν οι ποιητές με τη μεγαλύτερη φήμη Λεοπόλντ-Σεντάρ, Σενγκόρ, Μπερνάρ Νταντιέ, Πέτερ Άμπρααμς κλπ.), ενώ αργότερα αρχίζει να προβάλλει και η αφηγηματική πεζογραφία (αναφέρουμε ενδεικτικά τον γνωστό συγγραφέα Μόνγκο Μπέτι).
Η βαθμιαία εξαφάνιση του ιθαγενούς πρωτόγονου πολιτισμού και η ύπαρξη λογοτεχνικών εκδηλώσεων, όπως αυτές που αναφέρθηκαν ήδη, θέτουν στις αφρικανικές χώρες που απέκτησαν τελευταία την ανεξαρτησία τους τεράστια προβλήματα. Η δημιουργία ενός νέου πνευματικού πολιτισμού συναντά πάρα πολλές δυσκολίες στον τομέα της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της γλώσσας, επειδή παρουσιάζεται η ανάγκη της ενοποίησης πολλαπλών γλωσσικών ιδιωμάτων και της ανέγερσης από τα θεμέλια ενός εντελώς νέου οικοδομήματος.
Μουσική. Για να δώσει κανείς μια εικόνα της αφρικανικής μουσικής θα πρέπει να αναφερθεί κυρίως στον μουσικό πολιτισμό της Αιγύπτου, όπου από την 4η χιλιετία η μουσική είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος, όπως φαίνεται από τα αρχαία αιγυπτιακά όργανα, μερικά από τα οποία (άρπες, λαούτα, αυλοί, σάλπιγγες, κρουστά) μπορούν να θεωρηθούν οι πρόγονοι των αντίστοιχων σημερινών οργάνων, στο σχήμα και στο μέγεθος. Οι Αιγύπτιοι είχαν αναπτύξει μια πολύπλοκη μουσική θεωρία, που μας είναι έμμεσα γνωστή από τη διδασκαλία του Πυθαγόρα, ο οποίος είχε διδαχτεί από τους Αιγυπτίους ιερείς και τα μαθηματικά των ήχων. Με την πάροδο του χρόνου η αιγυπτιακή μουσική, όπως άλλωστε και όλη η μουσική των αφρικανικών πληθυσμών, δοκίμασε διάφορες επιδράσεις από τους Πέρσες, τους Βυζαντινούς και πιο πολύ από τους Άραβες. Η νεότερη έρευνα έδειξε πως η μουσική της αφρικανικής ηπείρου, παίζει βασικότατο ρόλο στη ζωή των διαφόρων αφρικανικών λαών. Με έκπληξη διαπιστώνει κανείς την άνθηση μιας πλούσιας και ανόθευτης πολυφωνικής μουσικής. Τη μουσική αυτή διατηρούν και τροφοδοτούν οι φυλές των Πυγμαίων, που εμπιστεύονται τις μουσικές τους εκδηλώσεις αποκλειστικά στις δυνατότητες της ανθρώπινης φωνής.
Στη βόρεια Α., το αντίστοιχο με τη μουσική των Πυγμαίων, σε πρωτοτυπία και ανεξαρτησία από εξωτερικές διεισδύσεις, βρίσκει κανείς στους Βέρβερους, που η μουσική τους, με εξαίρεση τις παραθαλάσσιες περιοχές, αντιστάθηκε στις επιδράσεις των Αράβων και των Λατίνων. Στη νότια Α. ξεχωρίζει η ιδιότυπη μουσική των Βουσμανών, των Οτεντότων και των Μπαντού.
Το μουσικό σύστημα των Βέρβερων βασίζεται σε μια μουσική κλίμακα τεσσάρων φθόγγων (δύο σειρές τετράχορδα), ενώ εκείνο των λαών του νότου (Βουσμανών, Οτεντότων και Μπαντού) βασίζεται σε κλίμακα πέντε φθόγγων (πενταφωνική) κοινή σε όλους, όπως κοινό είναι το κυνηγετικό τόξο που χρησιμοποιείται και ως μουσικό όργανο. Η χορδή του τόξου παίζεται πιτσικάτο ή χτυπιέται με λεπτό ραβδί και, για να πλαταίνει ο ήχος, τοποθετούνται στην άκρη του τόξου άδειες κολοκύθες ή στρογγυλά ξύλινα δοχεία, που παίζουν τον ρόλο ηχείου. Στο αρχαιότατο αυτό όργανο οι Βουσμανοί προσέθεσαν αργότερα τον σταθερό ήχο πνευστών οργάνων και στην περίπτωση χορών το ρυθμικό χτύπημα των ποδιών πάνω σε δέρματα αντιλόπης. Στις φωνητικές εκδηλώσεις τραγουδούν γυναίκες και η μελωδική γραμμή διανθίζεται με χαρακτηριστικές φωνητικές αποχρώσεις, όπως εκείνες που συναντούμε συχνά σε ελβετικά ή τιρολέζικα δημοτικά τραγούδια. Οι Οτεντότοι στους σταθερούς ήχους του κυνηγετικού τόξου και των πνευστών οργάνων προσέθεσαν και τους ήχους των τύμπανων, που οι Βουσμανοί αντίθετα τα περιφρονούν. Οι Μπαντού πλουτίζουν τη μουσική τους σε ρυθμό και ηχόχρωμα, χρησιμοποιώντας ξυλόφωνα και ένα όργανο, το σάνσα, που παράγει με λεπτές μεταλλικές πλάκες μια μουσική κλίμακα επτά φθόγγων.
Για να συμπληρώσουμε αυτήν τη σύντομη εικόνα της αφρικανικής μουσικής, εικόνα αναγκαστικά λειψή, γιατί η ποικιλία ιθαγενών πληθυσμών, παραδόσεων και πολιτιστικών επιπέδων είναι τεράστια, θα πρέπει να αναφέρουμε τη συμβολή της αφρικανικής μουσικής, στο τέλος του 19ου αι., στην άνθηση και ανάπτυξη της τζαζ, που τα θρησκευτικά (negro spirituals) και τα κοσμικά (plantation songs) τραγούδια προήλθαν ακριβώς απ’ αυτήν την ανάμειξη φολκλορικών αφρικανικών και αφροαμερικανικών στοιχείων.
Ειδικά προβλήματα. Σύμφωνα με έρευνες της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ), το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας (AIDS) έχει λάβει τρομερές διαστάσεις στην Α. (ιδιαίτερα την κεντρική Α.), όπου μεγάλα τμήματα του πληθυσμού είναι φορείς της ασθένειας. To 1995 περίπου 11.000.000 άτομα είχαν προσβληθεί από τον ιό (παγκοσμίως 18.500.000), σύμφωνα με στοιχεία της ΠΟΥ. Οι συνέπειες της τεράστιας αυτής εξάπλωσης θα είναι καταλυτικές για πολλές αφρικανικές χώρες.
Ένα μοναδικό και επιβλητικό θέαμα προσφέρουν τα αιώνια χιόνια στις κορυφές του όρους Κιλιμάντζαρο (5.895 μ.), που είναι και το ψηλότερο της αφρικανικής ηπείρου (φωτ. Girani).
Ένα συνηθισμένο τοπίο της αφρικανικής ενδοχώρας: σαβάνα στην περιοχή Αρούσα της Τανζανίας (φωτ. Girani).
Ο ποταμός Κονγκό, συνολικού μήκους 4.200 χλμ., διαρρέει τα δάση του ισημερινού (φωτ. Girani).
Η απέραντη έρημος της Σαχάρας, σε ένα τμήμα της που ανήκει στο Μαρόκο (φωτ. Girani).
Ο αφρικανικός ελέφαντας ζει σε στέπες και σαβάνες, πλούσιες σε χόρτα που είναι απαραίτητα για τη διατροφή του (φωτ. Girani).
Ο ιπποπόταμος ζει στις υγρές ζώνες της αφρικανικής ηπείρου και τρέφεται με υδροχαρή φυτά· το βάρος του φτάνει μέχρι και 3 τόνους (φωτ. Sommervil).
Ο Νείλος, που από το κέντρο της Αφρικής φτάνει στη Μεσόγειο, είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός του κόσμου (φωτ. Sef).
Μεταφορά ξυλείας με παραδοσιακό τρόπο στον ποταμό Νίγηρα.
Άποψη του ποταμού Κονγκό, στον κάτω ρου του. Ο ποταμός αυτός είναι πλωτός έως τους καταρράκτες του και γι’ αυτό παίζει σπουδαίο ρόλο στην οικονομική ζωή των περιοχών που αρδεύει, διευκολύνοντας την άνετη εξαγωγή των προϊόντων τους στις διάφορες χώρες.
Η ζέβρα είναι χαρακτηριστικό ζώο της ανατολικής και νότιας Αφρικής (φωτ. Igda).
Ο πύθωνας, μεγάλο αλλά όχι δηλητηριώδες φίδι, είναι ενδημικό της Αφρικής, της Ασίας και της Αυστραλίας.
Οι στρουθοκάμηλοι, διαδεδομένο είδος της αφρικανικής πανίδας, ζουν στις ξηρές ζώνες (φωτ. Igda).
Μπαομπάμπ, ένα δέντρο της αφρικανικής χλωρίδας που η διάμετρος του κορμού του μπορεί να φτάσει τα 20 μ. (φωτ. Sef).
Πρωτέα κυνοροειδής, χαρακτηριστικό φυτό της νότιας Αφρικής (φωτ. Sef).
Ψαράδες στη λίμνη Νιάσα· ο αλιευτικός πλούτος των εσωτερικών υδάτων της Αφρικής αποτελεί για πολλές περιοχές της αξιοσημείωτη οικονομική πηγή (φωτ. Girani).
Μαζί με την ανάπτυξη των αεροπορικών γραμμών, αναπτύσσεται στην αφρικανική ήπειρο και το οδικό δίκτυο, που γίνεται ολοένα πυκνότερο στο εσωτερικό: στη φωτογραφία, δρόμος στη Σαχάρα (φωτ. Eni).
Συγκομιδή βαμβακιού στη Μοζαμβίκη, με τον παραδοσιακό τρόπο (φωτ. Igda).
Εργάτρια της Ερυθραίας σε ένα βαμβακουργείο της Ασμάρα (φωτ. Igda).
Η ανακάλυψη πετρελαίου στη Σαχάρα (1959) οδήγησε στην αξιοποίηση εδαφών, που άλλοτε δεν απέδιδαν (φωτ. Igda).
Ψηφοφορία στην Κένυα, η οποία πέτυχε την πλήρη αυτοκυβέρνησή της με τις εκλογές του 1963. Το δικαίωμα της ψήφου είναι για πολλές αφρικανικές χώρες σχετικά πρόσφατη κατάκτηση (φωτ. Nievo).
Ένα χωριό της φυλής των Μπαντού, στο Κονγκό, στην κεντροδυτική Αφρική (φωτ. Hamwright).
Ουρανοξύστες στο Λάγκος της Νιγηρίας. Στη σημερινή Αφρική συνυπάρχουν τόσο πολύ διαφορετικές μορφές πολιτισμού (φωτ. Erre).
Η φυλή των Ζουλού είναι εγκατεστημένη στη ΝΑ Αφρική (φωτ. Chaffey).
Ένας ιθαγενής του Κονγκό, με την εξωτική του περιβολή (φωτ. Hamwright).
Χαρακτηριστικός τύπος Βερβέρου του Μαρόκου (φωτ. Hamwright).
Γυναίκα της Αιθιοπίας, μια χώρα που γνώρισε εμφύλιους πολέμους και τη μάστιγα της πείνας τα τελευταία χρόνια (φωτ. Erre).
Η αφρικανική οικονομία εξακολουθεί να στηρίζεται κατά μεγάλο μέρος σε παραδοσιακές μεθόδους.
Οι συγκρούσεις στις διάφορες αφρικανικές χώρες εξανάγκασαν χιλιάδες πολίτες να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους· στη φωτογραφία, Δυτικοαφρικανοί εγκαταλείπουν την Γκαμπόν (1995).
Στρατόπεδο εκτοπισμένων στη δυτική Αφρική· το 1995, περισσότεροι από 700.000 άνθρωποι ζούσαν σε παρόμοια στρατόπεδα στη Σιέρα Λεόνε.
Στη βόρεια Αφρική υπάρχουν αρκετοί αρχαιολογικοί χώροι, που ανάγονται στην εποχή της ρωμαιοκρατίας· στη φωτογραφία, το θέατρο της Λέπτις Μάγκνα, στη Λιβύη.
Βραχογραφία από την Κοντόα Ιράντζι (Τανζανία). Οι παραστάσεις αυτές, που φτάνουν κάποτε έως την παλαιολιθική εποχή, συναντιούνται συχνότατα στη βόρεια Αφρική, στις περιοχές της δυτικής Λιβύης.
Χάλκινος πάνθηρας, γλυπτικό έργο που προέρχεται από το Μπενίν, όπου η τέχνη του χαλκού ήταν γνωστή προτού φτάσουν εκεί οι Ευρωπαίοι (φωτ. Igda).
Το «Άφρικα Χολ» στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας φιλοξενούσε τις εργασίες της Οργάνωσης για την Αφρικανική Ενότητα, ενός οργανισμού που ιδρύθηκε το 1963 με σκοπό την πολιτική ενότητα της ανεξάρτητης Αφρικής και την εξάλειψη κάθε αποικιοκρατικής εξάρτησης (φωτ. Girani).
Αεροπλάνα της βρετανικής βασιλικής αεροπορίας σε επίδειξη, πάνω από την πόλη Βικτορία της Ζιμπάμπουε (Καταρράκτης Βικτορία, 1995).
Με μεγάλη ποικιλία μορφών, που ξαφνιάζουν με την τολμηρότητα της φαντασίας και την εκφραστική τους λιτότητα, η αφρικανική γλυπτική είναι κατά κύριο λόγο η απεικόνιση μιας θρησκείας με μαγικό περιεχόμενο. Πάνω, προσωπείο από την περιοχή του ποταμού Αλίμα (Κονγκό)· στη μέση, ξύλινο προσωπείο των Μπαλούμπα (Κονγκό)· κάτω, ξύλινο γλυπτό με χάλκινη επένδυση προερχόμενο από την Γκαμπόν, τολμηρό σε σύλληψη και σε φαντασία (φωτ. Rossi).
Βραχογραφία από τα όρη Τασίλι, με σκηνές κυνηγιού και μάχης. Οι βραχογραφίες είναι η καλλιτεχνική εκδήλωση στην οποία βρήκαν την έκφρασή τους οι αρχαίοι λαοί της Σαχάρας και οι Βουσμάνοι, που ήταν οι κυριότεροι δημιουργοί της αφρικανικής τέχνης (φωτ. Sef).
Χορός των ιθαγενών του Μπουρούντι στη διάρκεια τον διεθνούς συνεδρίου για τους πρόσφυγες της Κεντρικής Αφρικής που οργάνωσε η Οργάνωση Αφρικανικής Ενότητας και ο OHE το 1995.
Χορός των Βατούσι, ιθαγενούς πληθυσμού της Ρουάντα, στην καρδιά της ισημερινής Αφρικής. Χωρίς τον αρχικό πολεμικό χαρακτήρα τους, που τον έχουν πια χάσει, οι αφρικανικοί χοροί αποτελούν, σε πολλές περιοχές, απλώς μια χαρακτηριστική εκδήλωση του τοπικού πολιτισμού (φωτ. Igda).
Ορειχάλκινο έργο (12ος-14ος αι.) από το Ίφε της Νιγηρίας, μιας περιοχής με ποικίλη παραγωγή που περιλάμβανε έργα ακραίας αφηρημένης τεχνοτροπίας μαζί με άλλα έντονου ρεαλισμού (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο· φωτ. Bevilacqua).
Η μουσική είναι βασικό στοιχείο στη ζωή των Αφρικανών και ενδεικτική γι’ αυτό είναι η μεγάλη ποικιλία των οργάνων που χρησιμοποιούν οι διάφοροι πληθυσμοί, όπως το μαρίμπα (ξυλόφωνο) των Μπαντού (φωτ. Tomsich).
Η διάδοση των «μουσικών του κόσμου» επέτρεψε σε αυστηρά περιορισμένες τοπικά μουσικές να βρουν απήχηση και στον δυτικό κόσμο, για παράδειγμα η μουσική των Βερβέρων Μαροκινών (φωτ. Hamwright).
Παραδοσιακά αφρικανικά κρουστά όργανα (φωτ. Rossi).
Το «νάουγκα» είναι ένα χαρακτηριστικό κονγκολέζικο έγχορδο (φωτ. Sef).
Dictionary of Greek. 2013.